- αληθοεπής
- ης, ες правдивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀληθοεπής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθοεπής — ές (Α ἀληθοεπής) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + επὴς < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια] … Dictionary of Greek
ἀληθοεπῆ — ἀληθοεπής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀληθοεπής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀληθοεπής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αληθοέπεια — η [αληθοεπής] η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια … Dictionary of Greek
ՃՇՄԱՐՏԱԽՕՍ — (ի, աց.) NBH 2 0183 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. ἁληθοεπής veriloquus, verus. Որ խօսի զճշմարտութիւն. ճշմարտաբան. ուղղախօս. անսուտ. Տե՛ս եւ ՃՇՄԱՐԻՏ. *Քահանայ ճշմարտախօս եւ իրաւաբան. Ճ. ՟Բ.: *Լուաք ʼի ճշմարտախօս արանց: Ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)